- ναιετάω
- ναιετάω (Α)(ποιητ. τ.)1. (για πρόσ.) κατοικώ, διαμένω («ὃς ἐν Ἤλιδι ναιετάασκεν», Ομ. Ιλ.)2. (δοτ. ή με αιτ. τόπου ή εμπρόθ.) ενοικώ, διατρίβω σε κάποιο τόπο («οἳ Στύρα... ναιετάασκον», Ομ. Ιλ.)3. (για τόπους) βρίσκομαι, κείμαι, («ἀμφὶ δὲ νῆσοι πολλαὶ ναιετάουσι», Ομ. Οδ.)4. υφίσταμαι, υπάρχω («Ιθάκης ἔτι ναιεταούσης», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. ενεστώτα που παράγεται από το ρ. ναίω, παρεκτεταμένο με -ετ- για μετρικούς λόγους, πρβλ. ευχ-ετάομαι, λαμπ-ετάω].
Dictionary of Greek. 2013.